- δρωτσίλα
- ηεξανθήματα τού δέρματος που προκαλούνται από τον ιδρώτα στις καλοκαιρινές ζέστες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρωτίλα < (αρχ. μτγν.) ιδρωτίς + (κατάλ.) -ίλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δρωτσίλα — η δερματική πάθηση που εκδηλώνεται με εξανθήματα και φαγούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek
δρωτάρι — το 1. άφθονη έκκριση ιδρώτα 2. δρωτσίλα … Dictionary of Greek
κληματσίδα — και κλεμαξίδα, η (Μ κληματσίδα) κληματόβεργα, κληματίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κληματίς με μαλάκωμα τού τ , πριν από ι , πρβλ. ιδρωτίλα > δρωτσίλα] … Dictionary of Greek
κοτσίδα — η 1. πλεξίδα μαλλιών ή κλωστών 2. είδος τρίκλωνου γαϊτανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοττίς «κεφαλή» < κόττος. Για την τροπή τού τ(τ)ι σε τσι (τσιτακισμός) πρβλ. κληματίδα > κληματσίδα, ιδρωτίλα > δρωτσίλα] … Dictionary of Greek